- κοκκαλένιος
- α, ο костяной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκαλένιος — και κοκκαλένιος, α, ο και κοκ(κ)άλινος, η, ο (Μ κοκκαλένιος, ια, ιο) [κόκαλο] ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος … Dictionary of Greek